μάνητα

μάνητα
και μάνιτα, η (Μ μάνητα και μάνιτα)
1. οργή, θυμός
2. μανία, λύσσα
3. κακία, μίσος
4. ερωτικό πάθος
5. πολεμικό μένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάνη + κατάλ. -ητα (πρβλ. νεότη > νεότητα). Ο τ. με -ι- κατά το χάριτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάνητα — η οργή, θυμός: Με μάνητες δε λύνονται τα προβλήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγριομανητό — (I) το [αγριομανώ] άφθονη βλάστηση κλώνων και φύλλων. (II) το μεγάλος θόρυβος, μεγάλη ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγριος + μάνητα] …   Dictionary of Greek

  • κερδαίνω — και κερδένω (ΑΜ κερδαίνω, Α ιων. τ. κερδανέω, Μ και κερδαίννω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, κερδίζω, ωφελούμαι (α. «εκέρδαισε τσι κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη», Ερωτόκρ. β. «κερδανεῑτε τὴν τῶν Οὐρανών Βασιλείαν», Μηναί. γ. «κερδήσαντες δὲ ἓξ τάλαντα» …   Dictionary of Greek

  • μάνιτα — η (Μ μάνιτα) βλ. μάνητα …   Dictionary of Greek

  • ξανακάνω — και ξανακάμνω (Μ ξανακά[μ]νω) κάνω κάτι εκ νέου, επαναλαμβάνω, ξαναδημιουργώ νεοελλ. μεταβάλλω κάποιον ριζικά, φέρνω κάποιον σε κατάσταση εκτός εαυτού («ήτονε τόσα η μάνητα τού Κρητικού μεγάλη οπού τόν εξανάκαμε τής μάνητας η ζάλη...», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • φουσκώνω — Ν [φούσκα (Ι)] 1. (μτβ.) α) γεμίζω κάτι με αέρα ώστε να διογκωθεί, διογκώνω, διατείνω («φουσκώνω τα μάγουλά μου [ή το μπαλόνι ή τα λάστιχα τού αυτοκινήτου ή το ασκί κ.λπ.]») β) προκαλώ αίσθημα κόρου ή δυσφορίας («ο μουσακάς μού φούσκωσε το… …   Dictionary of Greek

  • Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”